- εκκλησιαστικός
- -ή, -ό (AM ἐκκλησιαστικός, -ή, -όν)Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία τού Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικάοι υποθέσεις τής Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με αυτήν3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐκκλησιαστικόςιερωμένος, κληρικόςμσν.- νεοελλ.θεοφοβούμενοςαρχ.αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη συνέλευση τού δήμουII. επίρρ. εκκλησιαστικώς (AM ἐκκλησιαστικῶς)σύμφωνα με τους κανόνες και την παράδοση τής Εκκλησίας.
Dictionary of Greek. 2013.